Βία στην οικογένεια: Πώς επηρεάζει τα παιδιά και τους εφήβους

Δεν είναι δυνατό να τονιστεί αρκετά η καλλιέργεια ενός θετικού συναισθηματικού κλίματος στην οικογένεια ως παράγοντας που συμβάλλει στην υγιή ανάπτυξη και ψυχική ευημερία των παιδιών και των εφήβων.

Ποιος όμως είναι ο αντίκτυπος για τα παιδιά και τους εφήβους από ένα αρνητικό συναισθηματικό κλίμα στην οικογένεια; Συχνά, στην κλινική μου δουλειά καλούμαι να υποστηρίξω ζευγάρια η σχέση μεταξύ των οποίων είναι συγκρουσιακή και σε ορισμένες περιπτώσεις και βίαιη σε λεκτικό, συναισθηματικό ή και σωματικό επίπεδο. Συχνά επίσης το ζευγάρι δεν αντιλαμβάνεται στην πληρότητά του τον αντίκτυπο της μεταξύ τους σχέσης στα παιδιά. Μπορεί να καβγαδίζουν κρυφά, ή να επικοινωνούν με αρνητικά υπονοούμενα και μπορεί ακόμα ο καθένας από τους δυο τους να επιχειρεί να διατηρήσει μια ανεξάρτητη και ισορροπημένη σχέση με τα παιδιά. Τα άσχημα νέα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι εθελοτυφλούμε στο βαθμό που θεωρούμε ότι οι δυναμικές μεταξύ των γονέων σε μια οικογένεια είναι δυνατό να αφήνουν ανέπαφες τις υπόλοιπες δυναμικές. Η οικογένεια αποτελεί σύστημα αλληλοεξαρτώμενων ατόμων. Έτσι, δεν είναι δυνατό κάτι που συμβαίνει μεταξύ των ενήλικων μελών της οικογένειας να μην επηρεάζει τη ζωή και την ανάπτυξη των παιδιών.

Δεν αναφέρομαι φυσικά σε περιστασιακές συγκρούσεις που είναι φυσιολογικό κομμάτι της ανθρώπινης επικοινωνίας. Όπως όλοι γνωρίζουμε, το ζητούμενο δεν είναι να μην υπάρχουν συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια. Το ζητούμενο είναι να μπορεί η οικογένεια να διαχειρίζεται τις συγκρούσεις με τρόπους που να προάγουν τη θετική επικοινωνία και την ψυχική ευημερία των μελών. Αναφέρομαι σε περιπτώσεις μόνιμα συγκρουσιακού κλίματος και συστηματικής βίας μεταξύ των μελών μιας οικογένειας.

Εμείς οι ψυχολόγοι λέμε ότι η θετική διάθεση είναι μεταδοτική με την έννοια ότι χαρακτηρίζει θετικά πρότυπα επικοινωνίας και προάγει θετικά συναισθήματα. Με την ίδια έννοια και η αρνητική διάθεση είναι επίσης μεταδοτική. Τα αρνητικά πρότυπα επικοινωνίας διαβρώνουν το συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας και δημιουργούν αρνητική διάθεση και αρνητικά συναισθήματα. Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε συνθήκες επικοινωνίας που χαρακτηρίζονται από ακραίες συγκρούσεις και χρήση βίας είναι αυτονόητο ότι υφίσταται πολύ σημαντικό συναισθηματικό κόστος. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε καθεστώς φόβου, ντροπής και ενοχής για την σχέση μεταξύ των γονιών τους. Αισθάνονται υπεύθυνα για ότι συμβαίνει και αποδίδουν την κατάσταση σε δικό τους φταίξιμο ή σε δική τους ανεπάρκεια. Όσο τα παιδιά είναι μικρά περνούν περισσότερο χρόνο με τους γονείς και έτσι εκτίθενται σε σκηνές βίας χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Τα μικρότερα παιδιά μπορεί να παλινδρομούν σε συμπεριφορές που αντιστοιχούν σε μικρότερες ηλικίες. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να έχουν δυσκολίες στο σχολείο και να εμφανίζουν ψυχοσωματικά συμπτώματα άγχους όπως πονοκεφάλους, κοιλιακό άλγος και δυσκολίες στον ύπνο. Συχνά, φτάνοντας στην εφηβεία εκφράζουν το θυμό και την οργή τους μέσα από αντιδραστικές και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Επίσης, εσωτερικεύουν συναισθήματα αναξιότητας για τον εαυτό και είναι πιθανό, είτε στη διάρκεια της εφηβείας, είτε αργότερα να αναπτύξουν κατάθλιψη ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή. Και επειδή οι βίαιες συνδιαλλαγές συνήθως εδραιώνονται με συστηματικό τρόπο, συνιστούν το πρότυπο επικοινωνίας που οι έφηβοι μαθαίνουν να θεωρούν «φυσιολογικό» και να αναπαράγουν στη δική τους ζωή και στην δική τους απόπειρα να δημιουργήσουν οικείες σχέσεις. Η έκθεση σε συγκρουσιακές και βίαιες καταστάσεις επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου στη διάρκεια της εφηβείας και την εκδίπλωση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ατόμου. Είναι πολύ πιο πιθανό οι έφηβοι που μεγαλώνουν σε κακοποιητικό περιβάλλον να εμπλακούν σε παραβατικές συμπεριφορές, σε αντικοινωνικές εκδηλώσεις, σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου όπως χρήση ουσιών και σεξ χωρίς προφυλάξεις. Αυτού του είδους οι συμπεριφορές είναι πιο συνηθισμένες για τα αγόρια στην εφηβεία, ενώ τα κορίτσια εσωτερικεύοντας το άγχος τους συνήθως εμφανίζουν κατάθλιψη.

Επίσης, είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο της βίας που σταδιακά κλιμακώνεται. Μπορεί η λεκτική βία, η υποτίμηση, η ειρωνεία, ο ψυχολογικός εκβιασμός και η απόπειρα χειραγώγησης να αποτελούν για κάποια ζευγάρια αποδεκτό τρόπο συνδιαλλαγής. Μπορεί σε κάποιες οικογένειες αυτού του είδους η βία να εδραιώνεται ως ο κυρίαρχος τρόπος επικοινωνίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί ή συνδυάζεται και με σωματική βία και κακοποίηση. Συχνά πρόκειται για ένα μέλος της οικογένειας που είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνο για τη δημιουργία και την εδραίωση κακοποιητικών καταστάσεων. Συνήθως έχουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της κακοποίησης γυναικών. Η οικογένεια μαθαίνει να ζει μέσα σε καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας και ανασφάλειας. Και επειδή κατά κανόνα αυτές οι καταστάσεις κακοποίησης ακολουθούν ένα πρότυπο παροδικής ύφεσης και επιδείνωσης, γίνονται φαύλος κύκλος που επαναλαμβάνεται επ’ αόριστο κρατώντας όλα τα μέλη της οικογένειας παγιδευμένα. Αυτές οι οικογένειες συνήθως απομονώνονται κοινωνικά με αποτέλεσμα να ζουν σε καθεστώς μυστικότητας και ντροπής που τους στερεί την πρόσβαση σε υποστηρικτικά δίκτυα σχέσεων. Επίσης το μέλος που κακοποιείται εσωτερικεύει την ψυχολογία του θύματος και πιστεύει ότι δεν δικαιούται και δεν αξίζει μεταχείριση με σεβασμό από τους άλλους. Φυσικά, αν κάποιος υφίσταται βία δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί με επάρκεια στον γονεϊκό ρόλο.

Ο γονέας που κακοποιεί είναι μια φιγούρα που προκαλεί φόβο και θυμό. Συνήθως, ακόμα και αν δεν κακοποιεί άμεσα τα παιδιά, εκφράζει θυμό και επιθετικότητα μέσα από τη συμπεριφορά του και επιχειρεί να επιβάλλει την πειθαρχία χωρίς συζήτηση και με απόλυτους τρόπους. Τα παιδιά, ειδικά φτάνοντας στην εφηβεία, μπορεί να αναλαμβάνουν διαμεσολαβητικούς ρόλους που δεν ταιριάζουν σε καμία περίπτωση στην ηλικία τους και να δημιουργούν συμμαχίες για τις οποίες αισθάνονται αμφιθυμία και ενοχές. Τα παιδιά, ακόμα και στην περίπτωση που δεν κακοποιούνται τα ίδια, είτε είναι μάρτυρες της κακοποίησης που δέχεται συνήθως η μητέρα, είτε διαισθάνονται την βία μέσα από τα εξωλεκτικά μηνύματα που στέλνονται. Ο γονέας που κακοποιείται είναι αποσυρμένος ή ευέξαπτος και δεν έχει την ψυχική δύναμη ούτε να φροντίσει συναισθηματικά και πρακτικά τα παιδιά, ούτε να τα οριοθετήσει. Αυτή η κατάσταση φυσικά δημιουργεί ένα τεράστιο συναισθηματικό κενό και αφήνει τα παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς ζεστασιά και καθοδήγηση. Αφήνει και τους εφήβους ασύνδετους στην αναπτυξιακή φάση που έχουν ανάγκη την σύνδεση περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φάση της ζωής προκειμένου να προσανατολιστούν με ασφάλεια προς την ενήλικη ζωή. Αν η κακοποίηση στην οικογένεια είναι μια κατάσταση εδραιωμένη σε βάθος χρόνου, καθορίζει όσο καμία άλλη κατάσταση την ανάπτυξη ενός ατόμου από την παιδική ηλικία ως την εφηβεία και την ενηλικίωση. Η κακοποίηση δηλαδή είναι ο καθοριστικός παράγοντας που στερεί από τα παιδιά τις συνθήκες φυσιολογικότητας που είναι απαραίτητες για την υγιή ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε κακοποιητικές οικογένειες έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν συναισθηματική διαταραχή, προβλήματα συμπεριφοράς και δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση, στη δημιουργία και τη διατήρηση υγιών σχέσεων. Μακροπρόθεσμα, είναι πολύ πιο πιθανό οι ενήλικες που προέρχονται από κακοποιητικό περιβάλλον να εμπλακούν σε κακοποιητικές σχέσεις είτε ως θύτες, είτε ως θύματα. Η κατάσταση είναι αναστρέψιμη στην περίπτωση που ο έφηβος ή ο ενήλικας που έχει μεγαλώσει σε κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον δεχθεί την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση. Όσο νωρίτερα στη ζωή δεχθεί κάποιος βοήθεια, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να διαχειριστεί το ψυχοσυναισθηματικό κόστος και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή.

Είναι αυτονόητο ότι μόνο αν διακοπεί ο φαύλος κύκλος της βίας, θα μπορέσουν τα παιδιά και οι έφηβοι να λάβουν τη φροντίδα που χρειάζονται ώστε να μεγαλώσουν και να αναπτυχθούν φυσιολογικά σε ψυχολογικό, συναισθηματικό, νοητικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η άσκηση βίας σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με κάποια ψυχοσυναισθηματική διαταραχή ή και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που είναι ενδεικτικά διαταραχής προσωπικότητας. Γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο και σπάνιο για το μέλος που ασκεί τη βία να αναζητήσει βοήθεια. Αν κάποιος συνειδητοποιήσει την ανάγκη για αλλαγή έχει κάνει και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση με την έννοια ότι θα επιδιώξει να αναζητήσει βοήθεια.

Αν ζείτε σε καθεστώς ψυχολογικής ή και σωματικής βίας πρέπει να δράσετε άμεσα για να διακόψετε τον φαύλο κύκλο και να αποδεσμευτείτε από τις κακοποιητικές καταστάσεις. Μην υποκύπτετε στις εκκλήσεις για συγχώρεση του ατόμου που κακοποιεί. Είναι μέρος του φαύλου κύκλου στον οποίο έχετε παγιδευτεί. Λάβετε υπόψη σας μόνο σοβαρές και ειλικρινείς απόπειρες του ατόμου αυτού για αλλαγή. Λέγοντας σοβαρές απόπειρες εννοώ την δέσμευσή του να εμπλακεί σε εξειδικευμένο ψυχοθεραπευτικό πρόγραμμα. Μην αφήνετε το φόβο να σας κρατά δέσμια της κακοποιητικής κατάστασης. Αναζητείστε αρχικά βοήθεια από κάποιο άτομο που εμπιστεύεστε στον συγγενικό ή φιλικό σας περίγυρο. Μη ντρέπεστε να ανοιχτείτε και να μιλήσετε για αυτό που σας συμβαίνει. Θυμηθείτε ότι σε καμία περίπτωση δεν είστε υπεύθυνη για την κακοποίηση που υφίσταστε. Υπεύθυνος είναι μόνο ο θύτης και έχετε υποχρέωση απέναντι στον εαυτό σας να αποδεσμευτείτε από τη σχέση μαζί του.

Γράφει στο efiveia.gr
Ευφροσύνη Αλεβίζου
Δρ. Αναπτυξιακής Ψυχολογίας – Ψυχοθεραπεύτρια