Το παιδί που αργεί να επικοινωνήσει
Η καθυστέρηση επικοινωνίας στο παιδί, είναι χωρίς αμφιβολία ένα σημαντικό ιατροκοινωνικό πρόβλημα, το οποίο απαιτεί άμεση διάγνωση και αντιμετώπιση. Μπορεί να αφορά στη λεκτική επικοινωνία ή και στην εξωλεκτική επικοινωνία, δηλ. το συναισθηματικό ή συγκινησιακό μέρος αυτής. Η ανάπτυξη και των δύο αυτών οδών επικοινωνίας εξαρτάται από τις βιολογικές επιδράσεις (κληρονομικότητα), την ωριμότητα του Κ.Ν.Σ. (κεντρικού νευρικού συστήματος), καθώς και απ’ τις θετικές κοινωνικές επιρροές.
Όταν οι παράγοντες αυτοί είναι φυσιολογικοί, τα εξελεγκτικά στάδια ολοκληρώνονται με μια προκαθορισμένη σειρά και μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Αλλιώς έχουμε την εμφάνιση διαταραχών επικοινωνίας, οι οποίες κλινικά εμφανίζονται κυρίως ως διαταραχές λόγου και ομιλίας.
Οι διαταραχές αυτές είναι συχνές σε παιδιά από 2,5-6 χρονών και ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες:
1) στη δυσρυθμία ή τραυλισμό,
2) πρωτογενείς διαταραχές,
3) δευτερογενείς διαταραχές και
4) αναπτυξιακές ή ειδικές γλωσσικές διαταραχές.
Η κλινική εκτίμηση του παιδιού θα πρέπει να στηριχτεί:
α) στο ιστορικό που είναι θεμελιώδες,
β) στην παρατήρηση του παιδιού κατά τη λήψη του ιστορικού,
γ) στην αντικειμενική εξέταση,
δ) στην εφαρμογή των ειδικών αναπτυξιακών κλιμάκων,
ε) τη δυνατότητα στον παιδίατρο διαμόρφωσης αρχικών διαγνωστικών σκέψεων και κατεύθυνση των γονιών σε περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις και συμβουλές ειδικών.
Εκείνοι μπορούν στη συνέχεια να ορίσουν τη φύση της διαταραχής για να ξεκινήσουν έγκαιρα οι θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Λόγος
Τι είναι ο λόγος λοιπόν;
Ο λόγος με βάση τους επίσημους ορισμούς είναι ένα σύστημα συμβόλων, στο οποίο υπάρχουμε και κινούμαστε. Σημαίνει η ικανότητα κάποιος να σχηματίζει λεκτικές εκφράσεις (προφορικές, γραπτές, νοηματικές), σύμφωνα με τους κανόνες της συγκεκριμένης γλώσσας (κωδικοποίηση και την ικανότητα να τις κατανοεί και να τις αντιλαμβάνεται (αποκωδικοποίηση).
Αυτά για να επιτευχθούν απαιτούνται:
α) ανατομική και λειτουργική ακεραιότητα των οργάνων που ενεργοποιούνται όταν μιλάμε,
β) φυσιολογικός εξοπλισμός (γενετικά καθορισμένος), που να εξελίσσεται σφαιρικά με τρόπο ομοιογενή,
γ) απουσία ψυχολογικού εμποδίου στην εγκατάσταση της προλεκτικής και προφορικής επικοινωνίας και
δ) περιβάλλον που να προσφέρει έναν επαρκή πλούτο λόγου.
Προλεκτικό στάδιο (0-12 μηνών)
Σταδιακά αυξάνει και διαφοροποιείται η ικανότητα του παιδιού να αντιλαμβάνεται και να παράγει ήχους ομιλίας. Μέχρι τον 9ο το βρέφος έχει μάθει να προφέρει μονοσύλλαβα (μα, ντα), να διακρίνει διαφορετικές ιδιότητες και τύπους λεκτικών παραστάσεων (πα, μπα), να ξεχωρίζει τη φωνή της μητέρας του από τους άλλους.
Την ίδια περίοδο έχουμε εξωλεκτική επικοινωνία του βρέφους, την εμφάνιση του κοινωνικού χαμόγελου σε ηλικία 2,5 μηνών, του ενδιαφέροντος της θλίψης, της έκπληξης, του θυμού σε ηλικία 4 μηνών και τέλος του φόβου σε ηλικία 6 μηνών.
Επίσης σε όλη τη διάρκεια αυτού του σταδίου (0-12 μηνών) αναζητά τη σωματική επαφή.
Επιπλέον από τον 1ο μήνα αναπτύσσει τέλεια οπτική επαφή με την τροφό, από τον 6ο βρίσκει ευχαρίστηση από την επαφή με τη μητέρα του και έντονη δυσαρέσκεια σε διακοπή της από τον 8ο μήνα της ζωής, η οπτική επαφή του με τους ανθρώπους που το περιβάλλουν, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις επαφές και στο παιχνίδι του.
Έτσι υπάρχει σοβαρός προβληματισμός, όταν στη παρακολούθηση του βρέφους, ηλικίας 1-12 μηνών παρατηρηθούν:
1) Το βρέφος δεν αντιδρά στη φωνή των μελών της οικογένειάς του, όταν βρίσκονται έξω από το οπτικό του πεδίο ή δεν το αγγίζουν και δεν αντιδρά σε περιβαλλοντικούς ήχους (κατανόηση λόγου) και
2) καθυστερεί το «βάβισμα» (εκπομπή λόγου), το «βάβισμα» των κωφών μωρών έρχεται αργότερα και είναι απλούστερο, μολονότι, αν οι γονείς χρησιμοποιούν γλώσσα νευμάτων, «βαβίζουν» με τα χέρια τους.
Ο προβληματισμός είναι ακόμα πιο έντονος όταν παρατηρηθούν και τα παρακάτω:
1) Ανώμαλη οπτική επαφή (συγκέντρωση βλέμματος σε άσχετα σημεία, έντονη αποφυγή),
2) μη ανταπόκριση στο χαμόγελο της μητέρας,
3) άκαμπτη στάση του σώματος, όταν το παίρνουν αγκαλιά,
4) συνεχείς στερεοτυπικές και συχνά επιβλαβείς κινήσεις (χτύπημα κεφαλιού στην κούνια κ.λ.π),
5) διαταραχή εκφράσεων του προσώπου (χαρούμενη έκφραση όταν παίζουν μόνα τους),
6) διαταραχή τους παραγόμενους ήχους ομιλίας.
Γενικότερα κλινικά σημεία ανησυχίας για τη γλωσσική ανάπτυξη και έκφραση νηπίου ηλικίας 12-72 μηνών (προβλήματα εκπομπής λόγου)
1. Σε ηλικία 12 μηνών: όταν δεν παράγει ήχους ομιλίας, δε βαδίζει, έχει μονότονο κλάμα.
2. Σε ηλικία 12-18 μηνών: όταν δε λέει δικές του επικοινωνιακές λέξεις, δε λέει μια λέξη με νόημα.
3. Σε ηλικία 2 ετών: όταν δεν προφέρει γνωστές και αναγνωρίσιμες λέξεις (εκτός από μαμά, μπαμπά, γιαγιά),
4. Σε ηλικία 32 μηνών: όταν δε σχηματίζει φράσεις 2 λέξεων.
5. Σε ηλικία 3 ετών: όταν λέει πολύ λίγες φράσεις και η ομιλία του είναι μη κατανοητή από τους γονείς.
6. Σε ηλικία 3,5 ετών: όταν η ομιλία του είναι μη κατανοητή από τους ξένους.
7. Σε ηλικία 4 ετών: όταν υπάρχει δυσκολία στην προφορά συμφώνων.
8. Σε οποιαδήποτε ηλικία του σταδίου αυτού: όταν εμφανίζει διακεκομμένο ρυθμό, βραχνή ή έρρινη φωνή.
Κλινικά σημεία έντονης ανησυχίας για τη γλωσσική ανάπτυξη και έκφραση νηπίου 12-72 μηνών (πρόβλημα κατανόησης λόγου)
1. Σε ηλικία 12-24 μηνών: όταν δεν δείχνει να μην καταλαβαίνει συνηθισμένες λέξεις, δεν εκτελεί απλές εντολές, δεν δείχνει οικείους ανθρώπους ή γνωστά αντικείμενα.
2. Ενώ έχει καλή εξέλιξη του λόγου, δεν θυμάται ονομασίες γνώριμων αντικειμένων και τα ζητάει περιγράφοντάς τα (π.χ. αυτό που φοράμε…).
3. Αν εμφανίζει ηχολάλια, κάνει αντιστροφές αντωνυμιών, εμφανίζει ανυπαρξία αυθόρμητης ομιλίας με κάποιο νόημα.
4. Ενώ έχει κάποια ομιλία, αυτή σταματάει ή παλινδρομεί.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς είναι ότι οι πιο χρήσιμες παρεμβάσεις είναι αυτές που γίνονται αρκετά νωρίς στη ζωή του παιδιού.
Καταληκτικά, επειδή η γλώσσα δεν είναι μόνο ένα μεταφορικό μέσον, ένα όχημα νοημάτων, αλλά είναι εκείνη, που διαμορφώνει τη φυσιογνωμία μας και είναι η αληθινή μας πατρίδα, το περιβάλλον μας, το πνευματικό μας οικοσύστημα (ο Πιαζέ έλεγε: περισσότερο από μια χώρα, κατοικούμε μια γλώσσα»), η πρώιμη ανίχνευση των διαταραχών της στα παιδιά φαίνεται να είναι πολύ κρίσιμη. Μόνο μέσω της γλώσσας, το παιδί έκθαμβο περνά από το Ένα (του ζώου), στο Δύο (του ανθρώπου).
Σηφάκη Ελένη, Λογοθεραπεύτρια, Ειδική Αγωγή
Απόφοιτος Πανεπιστημίου