Σχολικές δυσκολίες: Μία εναλλακτική προσέγγιση

Υπάρχουν κανόνες για τα πάντα στη ζωή μας που αποτελούν, κάθε φορά, κριτήριο της «φυσιολογικότητάς» μας και που οι περισσότεροι από εμάς ακολουθούμε -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- οικειοθελώς ή από ανάγκη, αν θέλουμε να αποφύγουμε το στιγματισμό ή την περιθωριοποίηση από τον περίγυρό μας. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για το σχολείο. Πόσο «φυσιολογικός» θα πρέπει να είναι κάποιος για να έχει θέση στο σχολείο σήμερα; Έχει ένας μαθητής το δικαίωμα να αρνηθεί να συμμετέχει, για παράδειγμα, στο μάθημα της γεωγραφίας ή της γυμναστικής; Έχει δικαίωμα να μην απαντά σε ερωτήσεις του δασκάλου ή του καθηγητού του χωρίς να δώσει εξηγήσεις; Σε περίπτωση που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ποια είναι η πρακτική που ακολουθεί το σχολείο; Υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση των όποιων «αποκλίσεων» από την ισχύουσα κάθε φορά «φυσιολογικότητα» ή ο κάθε εκπαιδευτικός αυτοσχεδιάζει και πράττει κατά το δοκούν; Υπάρχει στιγματισμός, τιμωρία και απόρριψη ή κατανόηση και προσαρμογή στην όποια «ιδιαιτερότητα» ή «διαφορετικότητα» ενός μαθητή;

Το σχολείο αποτελεί χώρο συνάντησης διαφορετικών ανθρώπων με διαφορετικές εμπειρίες αλλά και ένα χώρο όπου μαθητές με διαφορετικές προϋποθέσεις θα πρέπει να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του εκάστοτε εκπαιδευτικού προγράμματος. Ταυτόχρονα και κατά μία ευρύτερη έννοια, η κάθε συνάντηση ανάμεσα σε μαθητή και σχολείο είναι μια συνάντηση ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλήψεις περί «φυσιολογικότητας». Για παράδειγμα, ένα παιδί με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) μπορεί να θεωρείται από τους συμμαθητές του ως δυνατός και να του αποδοθεί αρχηγικός ρόλος, την ίδια στιγμή που το σχολείο ίσως τον έχει στιγματίσει ή περιθωριοποιήσει. Ο κατάλογος παραδειγμάτων εναλλαγών της άποψής μας περί «φυσιολογικότητας» είναι ατέλειωτος και αφορά σε κάθε κοινωνία, εποχή, κουλτούρα και σε κάθε τι που αφορά στη ζωή μας, όπως είναι η υγεία, η ισότητα των δύο φύλων, οι διατροφικές μας συνήθειες, η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, οι εργασιακές σχέσεις κ.τ.λ.

Αποτελεί κανόνα η περιγραφή των επιδόσεων των μαθητών διαμέσου εκφράσεων του τύπου «Είναι αδύνατος στα μαθηματικά» ή «Είναι πολύ καλός στα θεωρητικά μαθήματα» κ.τ.λ., σε σημείο να μη συνειδητοποιούμε πως αυτού του είδους η οπτική θεωρεί την οποιαδήποτε «έλλειψη» ή «αδυναμία» ως χαρακτηριστικό του ίδιου του μαθητή και όχι ως κάτι που έχει σχέση με τη γενικότερη κατάσταση και το περιβάλλον του.

Τι σημαίνει, όμως, το να είναι ένα παιδί μαθητής με σχολικές δυσκολίες που χρίζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης;

Κατά την άποψή μου, μαθητής με σχολικές δυσκολίες μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε μαθητής που το συγκεκριμένο σχολείο ή εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες ανάγκες και προσωπικές του προϋποθέσεις. Με αυτήν την έννοια, ένας μαθητής, που, σε ένα σχολείο ή εκπαιδευτικό σύστημα, θεωρείται ως μαθητής με Σ.Δ., είναι δυνατόν να «μεταλλαχθεί» σε έναν «φυσιολογικό» μαθητή ή μαθητή δίχως ιδιαίτερες Σ.Δ ή δυσκολίες μάθησης, σε ένα άλλο σχολείο ή εκπαιδευτικό σύστημα.

Γνωρίζουμε πως ο τρόπος που μιλάμε για ένα άτομο εκφράζει και τον τρόπο με τον οποίο το αξιολογούμε και το αντιμετωπίζουμε. Κατ΄επέκταση, όταν ένας εκπαιδευτικός θεωρεί τον ίδιο τον μαθητή ως τον μοναδικό φορέα των όποιων δυσκολιών ή ανεπαρκειών του, θα εκτιμήσει και θα αντιμετωπίσει τις σχολικές του δυσκολίες πολύ διαφορετικά από τον εκπαιδευτικό που θα θεωρήσει τις ανεπάρκειες αυτές ως το αποτέλεσμα παραγόντων που σχετίζονται άμεσα με το περιβάλλον του μαθητή -συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου- και τον επηρεάζουν.

Αν θεωρούμε την όποια διαφορετικότητα αποκλειστικά ως πρόβλημα ή εμπόδιο και πως η όποια σχολική αποτυχία οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο το μαθητή ως άτομο με «ελλείψεις» -χωρίς να ευθύνεται κανένας άλλος παράγοντας πέραν αυτού- τότε χάνουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τις όποιες διαφορετικότητες των μαθητών ως πηγή έμπνευσης και εμπλουτισμού της προσπάθειας του σχολείου να μπορεί να εξελίσσεται και να είναι ένα σχολείο για όλους.

Η με κάθε τρόπο αναζήτηση μιας «αντικειμενικής διάγνωσης», επάνω στην οποία θα στηριχθούμε και θα στηρίξουμε αποκλειστικά την κάθε μας προσπάθεια, μπορεί να εγκλωβίσει, να περιορίσει και να «εφησυχάσει», κατά κάποιον τρόπο, τον εκπαιδευτικό ή τον ειδικό παιδαγωγό. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως ο εκπαιδευτικός αποκτά αυτόματα μία διαφορετική οπτική και στάση απέναντι σε έναν «διαγνωσμένο» μαθητή από αυτήν που είχε προηγούμενα, στηριζόμενος αποκλειστικά στη δική του γνώμη και εκτίμηση για τον συγκεκριμένο μαθητή. Αυτό που, αρκετές φορές, συμβαίνει είναι η χρησιμοποίηση της διάγνωσης ως επικύρωσης των σχολικών δυσκολιών και της ανεπάρκειας του μαθητή, για τις οποίες ουδεμία ευθύνη φέρει το εκπαιδευτικό σύστημα, το συγκεκριμένο σχολείο ή ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοιου είδους στάση, όμως, πέραν της «Ποντιο-πιλατικής» της χροιάς, αποτελεί και παραδοχή πως το σχολείο δεν διαθέτει λύσεις ή άλλου είδους επιλογές αντιμετώπισης υπαρκτών και «μη συμβατικών» δυσκολιών μαθητών του στα πλαίσια της τάξης.

Κάθε μαθητής θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει σε μια «φυσιολογική» πραγματικότητα. Τι είναι, όμως, το «φυσιολογικό» και πως ορίζεται; Μήπως, τελικά, αποτελεί καλύτερη λύση η αντιμετώπιση της «διάκρισης» των μαθητών με σχολικές δυσκολίες; Τα ερωτήματα πολλά και εύλογα και θα πρέπει να αξιολογηθούν συστηματικά, τεκμηριωμένα και μέσα σε ένα ευρύτερο ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο που να έχει ως επίκεντρο τον Άνθρωπο και τις όποιες ξεχωριστές ανάγκες του και όχι μόνο την «ορθολογική αντιμετώπιση των πραγμάτων και των εκάστοτε αναγκών της αγοράς εργασίας». Αν συμβεί το τελευταίο, τότε οδηγούμαστε σε νέου τύπου σύγχρονους Καιάδες.

Η διαφορά ανάμεσα σε μια παραδοσιακή αντιμετώπιση της όποιας διαφορετικότητας και μιας εναλλακτικής προσέγγισής της βρίσκεται στο που τοποθετούνται οι δυσκολίες και, κατ΄επέκταση, η «ευθύνη» για αυτές. Ένα παράδειγμα σύγκρισης της διαφοράς ανάμεσα σε μια παραδοσιακή και μια πιο εναλλακτική αντιμετώπιση είναι αυτό της αναπηρίας. Παλαιότερα, το κάθε άτομο με οποιαδήποτε μορφής αναπηρία θα έπρεπε να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον ως έχει, ελπίζοντας μόνο στην φιλευσπλαχνία του περιβάλλοντος απέναντι στα προβλήματα που το ίδιο το άτομο αντιμετώπιζε. Τώρα πλέον, στις περισσότερες χώρες -του δυτικού τουλάχιστον κόσμου- παρατηρούμε μια προσπάθεια προσαρμογής του περιβάλλοντος στις ανάγκες των ατόμων με διάφορες αναπηρίες αλλά και αλλαγή στη στάση των ανθρώπων απέναντι σε άτομα με αναπηρία. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, αρχίσαμε να χαμηλώνουμε τα πεζοδρόμια στις διαβάσεις προς διευκόλυνση των αναπήρων, άσχετα αν αυτές συνεχίζουν να καταλαμβάνονται και να αποκλείονται συχνά από τα παντός είδους οχήματα συμπατριωτών μας.

Δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως οι δυσκολίες μπορεί να βρίσκονται στο περιβάλλον και στον τρόπο που αυτό αντιμετωπίζει τις όποιες «ανεπάρκειες» ή «ελλείψεις» του ατόμου ή -στο σχολείο- τις όποιες δυσκολίες του εκάστοτε μαθητή. Για παράδειγμα, προσωπικά, στη μέχρι στιγμής εμπειρία μου από το παιδοψυχιατρικό τμήμα όπου εργάζομαι τα τελευταία 25 χρόνια, δεν έχω διαπιστώσει την ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής βοήθειας από την πλευρά του σχολείου προς παιδιά με δυσλεξία, πέραν της απαλλαγής τους -βάσει νόμου- από τις γραπτές εξετάσεις. Για την όποια βοήθεια, ο γονιός θα πρέπει να απευθύνεται ιδιωτικά και, φυσικά, να πληρώσει για αυτό. Το σχολείο οφείλει να αναγνωρίζει, να αποδέχεται και να διαχειρίζεται διαφορετικότητες που ήδη υπάρχουν και όχι να τις δημιουργεί ή να τις ενισχύει. Για δεκαετίες, η άποψη για «ένα σχολείο για όλους» αποτελούσε φωτεινό φάρο που ενέπνεε και καθοδηγούσε. Στην πράξη, τα περισσότερα παιδιά με κινητικές ή Σ.Δ. τοποθετούνται συχνά σε ξεχωριστές τάξεις ή ομάδες. Σχεδόν πάντα, το πρόβλημα θεωρείται πως βρίσκεται στο παιδί. Τι θα συνέβαινε, όμως, εάν στρέφαμε την προσοχή και το ενδιαφέρον μας στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στην υπάρχουσα υλικοτεχνική υποδομή και επάρκεια των σχολείων ή στην σχεδόν παντελή έλλειψη εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών γύρω από το θέμα των σχολικών δυσκολιών; Ίσως είναι αυτά που χρειάζονται στήριξη, αναμόρφωση και εν μέρει κατεδάφιση.

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα πρέπει να πάρει θέση για το είδος του σχολείου ή της εκπαίδευσης που θέλει. Σχολείο για όλους ή ειδικά σχολεία και ειδικές τάξεις; Σχολεία για έξυπνα παιδιά και σχολεία για παιδιά με αναπηρίες; Σχολείο που έχει ως επίκεντρο τον ίδιο το μαθητή και τις ξεχωριστές του ανάγκες ή σχολείο που εναρμονίζεται κυρίως με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, τις πολιτικές σκοπιμότητες ή τις συντεχνιακές αξιώσεις. Δυστυχώς, φαίνεται πως συμβαίνει ολοένα και περισσότερο το τελευταίο.

Θα πρέπει να δοθεί νέα πνοή στην ιδέα ενός σχολείου για όλους στο οποίο η παιδαγωγική και η εκπαίδευση που προσφέρονται να συμπεριλαμβάνουν τις ανάγκες μάθησης όλων των μαθητών. Ένα τέτοιο μοντέλο θα μπορούσε να αποτελέσει, πλην των όσων άλλων, και πρότυπο στάσης ισοτιμίας, αλληλεγγύης και αποδοχής της όποιας άλλης διαφορετικότητας στους ανθρώπους.

Πηγή: www.i-psyxologos.gr