Μαθησιακές Δυσκολίες: Θεραπεύονται;

Όσο περισσότερο καθημερινά γίνεται αντιληπτή η ευθύνη που ο σύγχρονος γονιός έχει για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού του, αλλά και την ενίσχυση των δεξιοτήτων που θα το βοηθήσουν στο μέλλον να ανταποκριθεί το δυνατόν καλύτερα στις απαιτήσεις της επαγγελματικής και κοινωνικής του ζωής, τόσο πιο περίπλοκη φαίνεται να γίνεται η επιλογή μιας στρατηγικής που θα οδηγήσει το παιδί στα παραπάνω αποτελέσματα.

Το θέμα της μάθησης και των γνώσεων που το παιδί θα αποκτήσει, φαίνεται να δημιουργεί στους σημερινούς γονείς έναν ισχυρό «πονοκέφαλο», καθώς δεν είναι εύκολο κανείς να επιλέξει μεταξύ των δεκάδων προσφερόμενων δραστηριοτήτων. Επιπλέον άγχος έρχεται να προσθέσει και το μεγάλο κεφάλαιο των μαθησιακών δυσκολιών που στις μέρες μας πιο εύκολα αναγνωρίζονται από τους δασκάλους, αλλά και από τον ίδιον τον ενημερωμένο γονέα.

Αφού λοιπόν, μετά τις πρώτες ενδείξεις, απευθυνθούμε στους ειδικούς και πάρουμε μια ασφαλέστερη γνώμη για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί μας, ανοίγονται μπροστά μας διάφοροι δρόμοι, με διαφορετικές φυσικά καταλήξεις ο καθένας.

Θα μπορούσε κανείς εύκολα να πει πως θέλει να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να «θεραπευτούν» οι μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού του. Πολύ λογικό. Οι μαθησιακές δυσκολίες όμως δε μπορούν να θεραπευτούν, καθώς ευτυχώς, δεν πρόκειται καν περί ασθένειας. Μιλούμε εδώ για μια εναλλακτική μορφή λειτουργικότητας του εγκεφάλου του παιδιού που δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο συνηθισμένο μαθησιακό και σχολικό σύστημα του δυτικού κόσμου και συνεπώς, συνήθως ταλαιπωρείται περισσότερο από το μέσο μαθητή και δεν ανταποκρίνεται σε ορισμένα μαθησιακά αντικείμενα με τον τρόπο που ανταποκρίνονται οι συμμαθητές του.

Αφού επομένως δεν υπάρχει κάτι να θεραπεύσουμε, τι θα πρέπει να κάνουμε? Οι δύο δημοφιλέστερες επιλογές των γονιών σε αυτό το σημείο είναι οι εξής:

α) να απευθυνθούν σε ειδικά καταρτισμένους επιστήμονες (μπορεί αυτοί να είναι ψυχολόγοι, λογοθεραπευτές, ειδικοί παιδαγωγοί, καθηγητές ή δάσκαλοι, με εξειδίκευση όμως στις μαθησιακές δυσκολίες και στις ιδιαιτερότητές τους), προκειμένου να ξεκινήσει το παιδί τους ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης και να μειώσει στο ελάχιστο τις επιπτώσεις του μαθησιακού προβλήματος στην καθημερινότητά του. Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από μία έως και αρκετές σχολικές χρονιές, αναλόγως με τη βαρύτητα των δυσκολιών του μαθητή, στο τέλος όμως της διαδικασίας, το παιδί έχει μάθει να αναγνωρίζει τις μαθησιακές του αδυναμίες, έχει βρει τον κατάλληλο τρόπο μελέτης για το ίδιο, γνωρίζει να υπολογίζει πολύ πιο αποδοτικά το χρόνο που χρειάζεται για να καλύψει την ύλη του και έχει αποκτήσει δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να προχωρήσει κανονικά στις σπουδές που επιθυμεί, αλλά και να ενταχθεί ομαλά σε οποιοδήποτε επαγγελματικό περιβάλλον στο μέλλον.

β) να απευθυνθούν σε δασκάλους ή καθηγητές που δεν έχουν ιδιαίτερη εξειδίκευση στον τομέα των μαθησιακών δυσκολιών, επομένως δε μπορούν να προβούν σε σχεδιασμό προγράμματος παρέμβασης και αποκατάστασης, μπορούν όμως με καλή διάθεση και κατανόηση να βοηθήσουν το παιδί με τα καθημερινά του μαθήματα, προκειμένου εκείνο να μη βιώνει έντονη και διαρκή απογοήτευση.

Σε κάθε μία από τις παραπάνω επιλογές, υπάρχουν θετικά και λιγότερο θετικά στοιχεία, όπως συνήθως συμβαίνει. Στην πρώτη περίπτωση, το παιδί θα πρέπει να δαπανήσει επιπλέον χρόνο, ξεχωριστά από τη μελέτη του και τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, ταυτόχρονα όμως να κάνει μία πραγματική «επένδυση» για το μέλλον του. Στη δεύτερη περίπτωση αντιστοίχως, ο χρόνος που δαπανάται είναι λιγότερος, ο κόπος σε πρώτη φάση είναι λιγότερος, σε βάθος χρόνου όμως ίσως να αποδειχθεί ότι δε δίνεται στο παιδί περιθώριο για μεγαλύτερη βελτίωση.

Από όσα αναφέρθηκαν, οι γονείς ας κρατήσουν το πιο ουσιαστικό, ότι δηλαδή οι μαθησιακές δυσκολίες δεν είναι ασθένεια για να τις θεραπεύσουμε και έπειτα ας επιλέξουν τον καταλληλότερο για την οικογένεια και το δικό τους παιδί τρόπο προσέγγισης.

«ΣΤΗΡΙΞΙΣ»
Κατερίνα Ζήση, Ψυχολόγος