Η μάστιγα του αναλφαβητισμού
Η 8η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί από την Unesco από το 1965 ως διεθνής μέρα για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Ο αναλφαβητισμός εξακολουθεί και είναι μια μάστιγα που διαρκώς αναπαράγεται με νέες μορφές πλήττοντας όχι μόνο τις φτωχές, αλλά και τις ανεπτυγμένες χώρες.
Η εκπαιδευτική βαρβαρότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αποτυπώνεται στους πίνακες της ντροπής: περίπου 793 εκατομμύρια ενήλικες στον κόσμο, στην πλειοψηφία τους νεαρά κορίτσια και γυναίκες, δεν ξέρουν να διαβάζουν ούτε να γράφουν. Σε έντεκα χώρες ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των ενηλίκων είναι αναλφάβητο, διευκρίνισε η Unesco. Περίπου 67 εκατομμύρια παιδιά σχολικής ηλικίας δεν παρακολουθούν μαθήματα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και 72 εκατομμύρια έφηβοι, που θα πρέπει να φοιτούν στον πρώτο κύκλο της δευτεροβάθμιας, δε μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην παιδεία.
Καταθλιπτική είναι η κυριαρχία του αναλφαβητισμού στις ασθενέστερες τάξεις και στρώματα, στις γυναίκες και τους μετανάστες που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η εγκατάλειψη του σχολείου είναι μια από τις πιο επώδυνες μορφές που παίρνει η ανισότητα, η φτώχεια κι ο κοινωνικός αποκλεισμός αντανακλώντας τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Στη χώρα μας 35 χρόνια μετά τη Συνταγματική κατοχύρωση της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης περίπου 8.000 παιδιά «αποκλείονται» κάθε χρόνο από το Γυμνάσιο! Σε σχολεία λαϊκών περιοχών, μεγάλων αστικών κέντρων και της υπαίθρου δεν ολοκληρώνει το Γυμνάσιο το 20%- 60% των μαθητών. Άλλα 130.000 παιδιά με προβλήματα αναπηρίας ή μαθησιακά δε θα βρουν θέση σε ειδικό σχολείο και θα ριχτούν στον Καιάδα της αμορφωσιάς και της περιθωριοποίησης.
Σύμφωνα με την Ουνέσκο «αναλφάβητος είναι όποιος δεν έχει αποκτήσει τις αναγκαίες γνώσεις κι ικανότητες για την άσκηση όλων των δραστηριοτήτων για τις οποίες η γραφή, η ανάγνωση κι η αρίθμηση είναι απαραίτητες». Αναλφαβητισμός, βέβαια, δε σημαίνει μόνο άγνοια ανάγνωσης, γραφής κι αρίθμησης. Ο οργανικός αναλφαβητισμός, η άγνοια ανάγνωσης, γραφής κι αρίθμησης είναι η κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχει κι ο λειτουργικός αναλφαβητισμός. «Σήμερα αναλφάβητος θεωρείται ο άνθρωπος που δε μπορεί να κατανοήσει μια απλή παρουσίαση γεγονότων, τα οποία αναφέρονται στην καθημερινή του ζωή (κοινωνική, πολιτική, οικονομική)». Στον αντίποδα εγγράμματος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να μαθαίνει, να δρα, να συνεργάζεται με τους άλλους και να αναπτύσσει τον εαυτό του. Αυτό προϋποθέτει γνώση που συνδέεται με την κριτική ικανότητα και τον προβληματισμό. Διαπιστώνεται ότι στις αναπτυγμένες χώρες ένας στους τέσσερις ενηλίκους δε διαθέτει αυτές τις ικανότητες.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια μια «άλλη» μορφή αναλφαβητισμού έρχεται να πυκνώσει τις παλιές στρατιές των οργανικά αναλφάβητων με νέο αίμα. Σε χιλιάδες μαθητές, οι οποίοι ολοκληρώνουν τις γυμνασιακές και λυκειακές σπουδές τους, παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα κατανόησης ενός κειμένου, αδυναμία να εκφραστούν για κάποιο ζήτημα, να συντάξουν μια ολοκληρωμένη πρόταση στο χαρτί, να συνδυάσουν τις γνώσεις που έχουν λάβει προκειμένου να εξηγήσουν ένα απλό φυσικό φαινόμενο ή ένα κοινωνικό ή ιστορικό γεγονός. Επιπλέον όλο και πιο έντονος παρουσιάζεται ο νέος «ψηφιακός αναλφαβητισμός» που συνδέεται με τη δυνατότητα χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας και πληροφόρησης. Τα δύο τρίτα του πληθυσμού της χώρας μας είναι «ψηφιακά αναλφάβητοι», ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρώπης.
Αυτές οι σύγχρονες μορφές αναλφαβητισμού συνδέονται άρρηκτα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική που γκρεμίζει τη δημόσια εκπαίδευση καταργώντας σχολεία, ακόμα και τη δωρεάν διανομή σχολικών βιβλίων, συρρικνώνοντας τους διορισμούς και θυσιάζοντας το δικαίωμα στη μόρφωση στο βωμό της κερδοφορίας των επιχειρήσεων ως καύσιμη ύλη για τη διαμόρφωση «χρήσιμων ηλιθίων» κι όχι ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών. Ωστόσο, η βασική αιτία του αναλφαβητισμού βρίσκεται στη δομή και στην οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών. Οι κοινωνικές ανισότητες καθιστούν αδύνατη την κατοχύρωση του κοινωνικού δικαιώματος για ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση σε όλους, ανεξάρτητα από την κοινωνική προέλευση, το φύλο, την ηλικία και το θρήσκευμα.
Παράλληλα, οδηγούν στο διαχωρισμό προνομιούχων και μη τάξεων, όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο αναλφαβητισμός είναι περισσότερο διαδεδομένος στις πιο στερημένες περιοχές κι ανάμεσα στα πιο μειονεκτικά στρώματα του πληθυσμού. Πρόκειται γι’ αυτά τα στρώματα που αποκαλούνται «Τέταρτος κόσμος» και περιλαμβάνουν όσους κατοικούν στις άθλιες συνοικίες των πόλεων, μετανάστες, εργάτες, καθώς κι αγροτικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα. Ο αναλφαβητισμός, λοιπόν, αποτελεί εκδήλωση της κοινωνικής ανισότητας, όπως αυτή αντανακλάται στον τομέα της μόρφωσης, ως εκπαιδευτική ανισότητα.
Συμπερασματικά, ο αναλφαβητισμός είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό. Λειτουργεί ανασταλτικά στη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, διαιωνίζει την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την ανάπτυξη θεσμών λαϊκής συμμετοχής κι ελέγχου (Τοπική Αυτοδιοίκηση – Σύλλογοι – Συνεταιρισμοί), ενώ παράλληλα ακρωτηριάζει τη δυνατότητα άσκησης κριτικής καταδικάζοντας ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να μένει πίσω από το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι πυκνώνοντας τις γραμμές της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η εξάλειψη του αναλφαβητισμού δε μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλόστομες διακηρύξεις και πανηγυρικές, επετειακές εκδηλώσεις. Προϋποθέτει τη συλλογική δράση κατά των κοινωνικών ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού. Συνδέεται με τους κοινωνικούς αγώνες για την πλήρη κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προοπτική οικοδόμησης μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας.
O αγώνας κατά του αναλφαβητισμού πρέπει να είναι μια συλλογική διαδικασία συνειδητοποίησης, ενεργοποίησης, κινητοποίησης κι απελευθέρωσης των ανθρώπων και γι’ αυτό δε μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα αυτών που αφορά άμεσα: των ίδιων των αναλφάβητων. Η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού δεν πρέπει να επαφίεται μόνο στο κράτος. Είναι υπόθεση γενικά όλων των λαϊκών συλλογικών φορέων. Ειδικότερα το 12χρονο δημόσιο υποχρεωτικό σχολείο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατοχύρωση του δικαιώματος για ίσες ευκαιρίες κι ελεύθερη πρόσβαση σ’ όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης για όλα τα άτομα, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις.
Γιώργος Καββαδίας
Εκπαιδευτικός – Ερευνητής