Συγγραφέας: Σταυρούλα Δημητρίου Εκδόσεις: Λιβάνης

Χιόνι που τίποτα δεν είχε λερώσει την ασπράδα του, απάτητο από λύκο κι ακοίταχτο από μαυροπούλια, χιόνι να το μεταλάβεις. Όλα τ’ άλλα παιδεμός. Βάδιζαν καραβάνι, με παπούτσια πορείας και ρούχα μαύρα, βρεγμένα, πένθος νωπό, ζαλωμένες κασόνια την ανθρωποσκευή, μαζί και τα κορμιά τους, ό,τι άφησε η πείνα.
Πιο πίσω η Θυμίγια και η Φτύχω, οι πιο μικρές κι αδύνατες πολύ –ο ίσκιος τους πιο πραγματικός απ’ το σώμα τους–, κουβάλαγαν ένα αλλόκοτο πράγμα, έτσι όπως το κρατούσαν η μία από μπροστά κι η άλλη πίσω, ένα φύλλο τσίγκο, τι να πουλήσουν απ’ αυτό… Μιλούσαν με τις λιανές φωνές τους, όλο σκυφτές, κοιτώντας κατακόρυφα το χιόνι, σαν να μιλούσαν όχι αναμεταξύ τους, αλλά στο χιόνι, για να τ’ ακούει το χώμα. Κι ο κάτω κόσμος.