Οι φοβίες των παιδιών

  • Η φοβία, ή ακόμα πιο σωστά η ειδική φοβία, αναφέρεται στο υπερβολικό και αδικαιολόγητο άγχος και την αποφυγή που εκδηλώνει κάποιος όταν έρχεται σε επαφή με ένα φοβικό αντικείμενο ή κατάσταση. Η επαφή αυτή συνοδεύεται, εκτός από το αίσθημα του φόβου, και από δυσάρεστα σωματικά συμπτώματα παρόμοια με εκείνα που προκαλεί το άγχος (τρέμουλο, ιδρώτα, ταχυπαλμία, ταχύπνοια, αίσθημα λιποθυμίας, κλπ) που μπορεί να θυμίζουν την κρίση πανικού.
  • Για να αντιμετωπίσει τη δυσάρεστη επαφή με το φοβικό αντικείμενο, συνήθως κάποιος που έχει ειδική φοβία αποφεύγει αυτά που τον φοβίζουν.
  • Όταν αυτή η αποφυγή έχει αρνητικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή και τη λειτουργικότητα του ατόμου, όταν δυσκολεύει τη ζωή του ή, όπως στην περίπτωση των παιδιών, εμποδίζει τη φυσιολογική τους ανάπτυξη, τότε χρειάζεται ειδική βοήθεια ώστε το άτομο να μπορέσει να ξεπεράσει τη φοβία του.
  • Αντίθετα από τους ενήλικες που αναγνωρίζουν ότι η φοβία τους είναι παράλογη και υπερβολική, τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν αυτή την παράμετρο. Μια άλλη διαφορά είναι ότι, στην επαφή με το αντικείμενο που προκαλεί φόβο, τα παιδιά μπορεί να αντιδράσουν με κλάμα, ουρλιαχτά, ξέσπασμα και προσκόλληση πάνω στο γονιό.
  • Τα βρέφη, τα νήπια και τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν φόβους σε αντικείμενα και καταστάσεις (τέρατα, βροντές, κλόουν, ζώα, δυνατούς θορύβους κλπ), οι οποίοι είναι αναμενόμενοι και δικαιολογούνται από αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται. Αν πρόκειται για αναπτυξιακά φυσιολογικούς φόβους, αυτοί συνήθως υποχωρούν καθώς το παιδί μεγαλώνει.
  • Είναι ωστόσο δυνατόν ένας φόβος να επιμένει, να μην δικαιολογείται από την ηλικία του παιδιού, να είναι ιδιαίτερα έντονος και το φοβικό αντικείμενο να είναι τόσο συνηθισμένο, ώστε να γίνεται πρόβλημα στην καθημερινή ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο φόβος για τους σκύλους.
  • Αν και σε κάποιες περιπτώσεις οι γονείς περιγράφουν ότι η φοβία ξεκίνησε μετά από κάποια δυσάρεστη εμπειρία που είχε το παιδί με το φοβικό αντικείμενο (πχ του επιτέθηκε σκύλος, είδε ή άκουσε σχετικά με επίθεση σκύλου), πολλές φορές η έναρξη του φόβου δε συνδέεται με κάποιο αναγνωρίσιμο γεγονός ή αιτία.
  • Η στάση του περιβάλλοντος και οι αντιδράσεις των ενηλίκων είναι καθοριστικής σημασίας, ειδικά όταν πρόκειται για τους φόβους στα μικρά παιδιά. Για παράδειγμα, ένας γονιός που φοβάται ότι κάθε σκυλί που θα πλησιάσει το παιδί του θα του κάνει κακό, μπορεί με τις αντιδράσεις του να δημιουργήσει στο παιδί μια ανάλογη φοβία για τα σκυλιά.
  • Ακόμα και όταν ο γονιός δεν έκανε κάτι για να προκαλέσει τη φοβία στο παιδί, είναι πολύ σημαντικό το πώς θα χειριστεί την κατάσταση όταν το παιδί δείχνει ότι αρχίζει να φοβάται κάτι. Συχνά, κατά τα πρώτα στάδια εμφάνισης μιας φοβίας, ο γονιός μέσα από την ανησυχία του ότι το παιδί θα εκδηλώσει φόβο, δίνει αρνητική προσοχή και ενισχύει τις φοβικές αντιδράσεις του παιδιού. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος όπου: το παιδί φοβάται->ο γονιός το προσέχει->ο γονιός περιμένει ότι το παιδί θα φοβηθεί->το παιδί φοβάται κλπ.
  • Η πιο διαδεδομένη μέθοδος αντιμετώπισης των φοβιών είναι η συμπεριφορική. Είναι αναγνωρισμένο πια ότι όσο κανείς αποφεύγει αυτό που φοβάται, τόσο συντηρεί και ενισχύει το φόβο του. Η «έκθεση», όπως λέγεται η επαφή με το φοβικό αντικείμενο, πρέπει να γίνεται με τρόπο συστηματικό και βαθμιαίο, συνήθως σε συνδυασμό με τεχνικές χαλάρωσης. Ο θεραπευτής και το άτομο που έχει τη φοβία φτιάχνουν μαζί μια «κλίμακα φόβων» ξεκινώντας από μια κατάσταση που προκαλεί τον πιο ήπιο φόβο και προχωρώντας βαθμιαία σε καταστάσεις όπου το άτομο θεωρεί ότι είναι πιο φοβικές. Η κλιμακωτή επαφή με αυτές τις καταστάσεις γίνεται βαθμιαία, προσεκτικά και με προετοιμασία (το άτομο μαθαίνει πώς να χαλαρώνει πριν να εκτεθεί στην κατάσταση) και οδηγεί σε αυτό που λέμε «απευαισθητοποίηση». Στη διάρκεια αυτής της προσπάθειας χρειάζεται σταθερότητα, επιμονή, υπομονή και συνεργασία. Για να προχωρήσει η έκθεση στο επόμενο βήμα της κλίμακας, το άτομο με τη φοβία πρέπει να μην αισθάνεται πλέον φόβο με το προηγούμενο βήμα.
  • Στα μικρά παιδιά η απευαισθητοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε το γονιό που θα βοηθήσει το θεραπευτή να φτιάξει ένα σχέδιο κλιμακωτής έκθεσης σε καταστάσεις που ξεκινούν από την ηπιότερη και καταλήγουν στην επαφή με αυτό που το παιδί φοβάται. Για ένα παιδί που φοβάται τους σκύλους το πρώτο βήμα μπορεί να μπορεί να βλέπει ζωγραφιές με σκύλους σε βιβλίο, το δεύτερο να βλέπει φωτογραφίες σκύλων, το τρίτο βήμα να βλέπει μια εκπομπή ή ένα DVD με σκυλιά στην τηλεόραση, το τέταρτο να παρατηρεί από το μπαλκόνι το μικρό σκύλο του γείτονα, το πέμπτο να παρατηρεί από απόσταση τον ίδιο μικρό σκύλο, το έκτο να χαϊδέψει ένα μικρό σκύλο κλπ. Είναι λογικό ότι όσο μικρότερο είναι το παιδί, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος του γονιού στη θεραπευτική προσπάθεια. Για παιδιά με κάποιο βαθμό γνωστικής ανωριμότητας ή με δυσκολία να εκφραστούν ή να κατανοήσουν το λόγο για την ηλικία τους, η προσπάθεια ίσως να αποδειχθεί δυσκολότερη.
  • Για κάθε προσπάθεια που κάνει το παιδί, ο γονιός πρέπει να το επιβραβεύει και να το ενθαρρύνει, δίνοντας στο παιδί την αίσθηση ότι οπωσδήποτε με τη βοήθειά του θα τα καταφέρει να ξεπεράσει το φόβο του. Αν ο ίδιος ο γονιός δεν είναι πεπεισμένος ότι αυτό μπορεί να γίνει, αν περιμένει ότι το παιδί δε θα ξεπεράσει τη φοβία ή αν φοβάται ό ίδιος, η φοβία του παιδιού δεν πρόκειται να υποχωρήσει.

Υπάρχουν κάποιες γενικές αλλά πολύ σημαντικές αρχές που πρέπει να ακολουθούμε, όταν έχουμε ένα παιδί που φοβάται:

  • ΠΟΤΕ δεν κοροϊδεύουμε το παιδί για το φόβο του
  • ΠΟΤΕ δεν το μαλώνουμε και δεν το τιμωρούμε επειδή φοβάται
  • ΠΟΤΕ δεν πιέζουμε ένα παιδί να έρθει με το ζόρι σε επαφή με αυτό που φοβάται
  • Προσπαθούμε να μην δίνουμε όλη την προσοχή μας στις αντιδράσεις φόβου του παιδιού. Αντίθετα πρέπει να ασχολούμαστε και να προσέχουμε το παιδί όταν δείχνει ότι τα βγάζει πέρα και το ανταμείβουμε/επαινούμε όταν καταφέρνει να ηρεμήσει.
  • Δε σπεύδουμε να απομακρύνουμε το παιδί αμέσως μόλις εκδηλώσει φόβο (πχ αν δει ένα σκυλί στην παιδική χαρά και αρχίσει να κλαίει,, δεν το παίρνουμε αμέσως να φύγουμε). Προσπαθούμε να τραβήξουμε την προσοχή του σε κάτι άλλο, αν είναι δυνατό αγνοούμε τις αντιδράσεις του, το ενθαρρύνουμε να ασχοληθεί με κάτι άλλο και δίνουμε σύντομη ανακούφιση και επιβεβαίωση, χωρίς θυμούς, πολλά λόγια, φωνές ή ταραχή.
  • Προσπαθούμε να προετοιμάσουμε το παιδί πριν την πιθανή επαφή με το φοβικό αντικείμενο. Κάνουμε μια σύντομη συζήτηση και προσπαθούμε να συμφωνήσουμε σε ένα σχέδιο σε περίπτωση που το παιδί φοβηθεί. Δείχνουμε στο παιδί ότι σεβόμαστε το φόβο του και τον παίρνουμε σοβαρά, αλλά ότι δεν είναι σωστό να αφήνουμε το φόβο να μας κάνει κουμάντο και να αλλάζει τη ζωή μας.

! Όταν οι φοβίες ξεκινούν απότομα, είναι πολύ έντονες, πολλαπλές, συνοδεύονται από αλλαγές στη συμπεριφορά, τον ύπνο, τον έλεγχο των σφιγκτήρων ή όταν φαίνεται ότι το παιδί που φοβάται έχει και άλλες δυσκολίες στην ανάπτυξή του (ιδιορρυθμίες ή αποκλίσεις στον τρόπο που επικοινωνεί, στην κοινωνικότητα του, στον τρόπο που παίζει, εκδηλώνει εμμονές ή στερεοτυπίες) είναι πολύ σημαντικό να απευθυνθούμε σε ειδικό που θα εκτιμήσει την περίπτωση η φοβία είναι σύμπτωμα μιας γενικότερης διαταραχής ή κατάστασης που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί.

Σπυριδούλα Κώτση
Ψυχίατρος παιδιών και εφήβων
Για την «ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ»