Ελεύθερο Σχέδιο
Διαδικασία του σχεδίου
Τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν έχουν μία πολυπλοκότητα και πολλές φορές μας είναι πολύ δύσκολο να τα περιγράψουμε. Αν όμως δούμε τα αντικείμενα πιο προσεχτικά, θα καταλάβουμε ότι μπορούμε να τα δούμε σαν ένα σύνολο απλών γεωμετρικών στερεών. Όλη αυτή η πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει, μπορεί με μια απλούστευση να αναλυθεί σ’ ένα μικρό αριθμό γεωμετρικών στερεών που μας είναι εύκολα κατανοητά. Αυτά τα γεωμετρικά στερεά είναι ο κύβος, η σφαίρα, ο κύλινδρος, η πυραμίδα, ο κώνος, ο κόλουρος κώνος. Είναι πιο εύκολο βλέποντας ένα πολύπλοκο αντικείμενο, να το αναγάγουμε σ’ ένα απλό γεωμετρικό στερεό ή σε μια σύνθεση γεωμετρικών στερεών. Για παράδειγμα, ένα αντικείμενο όπως η καρέκλα είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί με όλες του τις λεπτομέρειες, αλλά γίνεται πιο εύκολο αν κατ’ αρχήν κι αφαιρετικά το αντιληφθούμε σαν ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να χωρίσουμε τη διαδικασία σχεδίασης στα παρακάτω στάδια:
Στο πρώτο στάδιο είναι καλό να μελετήσουμε τη σύνθεση ώστε να κατανοήσουμε τις βασικές γραμμές, τα γεωμετρικά σχήματα που την απαρτίζουν και τα χαρακτηριστικά εκείνα που την κάνουν να ξεχωρίζει. Είναι το στάδιο ανίχνευσης της σύνθεσης, στο οποίο δε χρειάζεται να σχεδιάσουμε κάτι συγκεκριμένο.
Στο δεύτερο στάδιο, μετράμε τις βασικές διαστάσεις-αναλογίες της σύνθεσης, τις οποίες και μεταφέρουμε στο χαρτί, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια. Στην ουσία, ορίζουμε το χώρο που θα καταλάβει η σύνθεσή μας στο χαρτί σχεδίασης. Είναι απαραίτητο από την αρχή ο χώρος που θα ορίσουμε να έχει τέτοιες αναλογίες ώστε να αφήνει περιθώρια γύρω-γύρω από το χαρτί το ελάχιστο τρία με τέσσερα δάχτυλα. Σ’ αυτό το στάδιο, προσπαθούμε να ορίσουμε και τις διαστάσεις που δεν αλλοιώνονται από την προοπτική και το βάθος των αντικειμένων κι αυτές οι διαστάσεις είναι συνήθως αυτές που ορίζονται από τις κάθετες γραμμές της σύνθεσης (ορίζουμε δηλαδή τα πλάτη). Το επόμενο πράγμα που πρέπει να ορίσουμε είναι τα ύψη των σημείων της σύνθεσης που σχεδιάζουμε. Τα πλάτη των αντικειμένων της σύνθεσης τα βρίσκουμε με μετρήσεις, ενώ τα ύψη με μετρήσεις και κλίσεις. Είναι προτιμότερο να ξεκινάμε από τη βάση της σύνθεσης και να προχωράμε προς τα πάνω. Σε κάθε νέο μέτρημα που κάνουμε, είναι καλό να τσεκάρουμε και να συγκρίνουμε και με άλλες αναλογίες ή σημεία της σύνθεσης, όπως επίσης να απομακρύνουμε συχνά το σχέδιο από κοντά μας και να το βλέπουμε με γρήγορες ματιές, σε σχέση με τη σύνθεση. Βασικός στόχος αυτού του σταδίου είναι να σχηματίσουμε ένα βασικό σκελετό της σύνθεσης με τις κυρίαρχες γεωμετρικές φόρμες που εμείς εντοπίζουμε σ’ αυτήν, ένα σκίτσο που φτιάχνεται γρήγορα, με αχνές γραμμές, μπορεί να διορθωθεί εύκολα και μας δίνει μια καθαρή σχηματική εικόνα της σύνθεσης χωρίς λεπτομέρειες. Σ’ αυτό το στάδιο, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλες οι γνώσεις που έχουμε γύρω από τη σχεδιαστική απόδοση των αντικειμένων, δηλαδή μέτρημα, αναλογίες, προοπτική, γεωμετρία, βάθος. Τέλος, το αντικείμενο σ’ αυτό το στάδιο αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο από σημεία που εμείς θεωρούμε βασικά και των οποίων τη θέση πρέπει να βρούμε με ακρίβεια μέσα στο χαρτί μας. Σ’ αυτό το στάδιο η βελόνα σχεδίασης χρησιμοποιείται κι ως μέσο μέτρησης αναλογιών κι ως αλφάδι (κρατώντας την οριζόντια για να διαπιστώσουμε αν μια κλίση είναι οριζόντια ή για να εντοπίσουμε τη διαφορά ύψους δύο σημείων), σα βαρίδι (για να ελέγξουμε τις κάθετες γραμμές, τη μικρή απόκλιση από την κατακόρυφο) και τη χρησιμοποιούμε ελεύθερα για να παίρνουμε κλίσεις που είτε υπάρχουν στο σχέδιο είτε τις υλοποιούμε εμείς για να εξαρτήσουμε κάποια σημεία από κάποια άλλα που έχουμε ήδη βρει. Αυτό το στάδιο είναι το πιο δύσκολο και το πιο καθοριστικό. Εφόσον οι μετρήσεις μας σταδιακά δημιουργούν ένα σωστό σχέδιο, η ολοκλήρωση του σχεδίου γίνεται πιο εύκολη.
Στο τρίτο στάδιο, ολοκληρώνουμε το σχέδιο της σύνθεσης σ’ όλες της τις λεπτομέρειες, διορθώνοντας τα περιγράμματα, κάνοντας τις γραμμές πιο αυστηρές εκεί που χρειάζεται.
Στο τέταρτο στάδιο, προσθέτουμε τους τόνους της σύνθεσης σταδιακά, ξεκινώντας από τα πιο σκούρα τμήματά της. Σ’ αυτό το στάδιο παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο από τη μια οι διαφορές των τόνων που βλέπουμε και πρέπει να αποδώσουμε στο χαρτί κι από την άλλη το προσωπικό μας ύφος. Πρέπει να προσέξουμε τα περιγράμματα των αντικειμένων ώστε ακόμα κι αν οι διαφορές των τόνων είναι μικρές, αυτά να είναι ξεκάθαρα. Και σ’ αυτό το στάδιο είναι απαραίτητη η απομάκρυνση του σχεδίου από τη θέση μας, γιατί έτσι βλέπουμε πιο ξεκάθαρα το τι έχουμε κάνει. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να σχεδιάζουμε κάτι από κοντά και να μας φαίνεται καλό κι όταν απομακρυνθούμε να διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Επίσης, είναι πολύ βολικό στο στάδιο της σκιαγραφίας να βλέπουμε το σχέδιό μας με μισόκλειστα μάτια γιατί έτσι είναι σα να το βλέπουμε από μακριά. Αν η εντύπωση του σχεδίου μας με μισόκλειστα μάτια είναι ίδια με την εντύπωση που μας δίνει η σύνθεση όταν την κοιτάζουμε με μισόκλειστα μάτια, τότε το σχέδιό μας πλησιάζει την πραγματικότητα. Αν όχι, τότε θα πρέπει να ξαναδούμε τις διαφορές των τόνων. Όταν νομίζουμε ότι έχουμε τελειώσει το σχέδιο, θα πρέπει να το αφήσουμε για λίγο χωρίς να το βλέπουμε και μετά να το δούμε πάλι από μακριά. Στο τέλος είναι καλό να φινιρίσουμε το σχέδιο, δηλαδή να τονίσουμε κάποια περιγράμματα, να δώσουμε μεγαλύτερη ένταση σε κάποιους σκούρους τόνους, να ανοίξουμε με τη γόμα κάποιους ανοιχτόχρωμους τόνους ή να δώσουμε περισσότερες τονικές λεπτομέρειες στα κομμάτια της σύνθεσης που βρίσκονται πιο κοντά σε μας.
Προοπτική
Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε στο σχέδιο είναι η απόδοση του βάθους κι αυτό γιατί τα αντικείμενα είναι τριών διαστάσεων ενώ το χαρτί μας είναι δύο. Γι’ αυτό καταφεύγουμε σε κάποιους κανόνες παρόμοιους με αυτούς που βλέπει το μάτι μας, που χρησιμοποιώντας τους στο χαρτί, δίνουμε την ψευδαίσθηση του βάθους.
Το βάθος κυρίως δίνεται με τις λοξές γραμμές. Παρακάτω και επιγραμματικά, γράφονται ορισμένοι κανόνες που μας βοηθάνε να δώσουμε την αίσθηση του βάθους και ν’ αποδώσουμε την τρισδιάστατη εικόνα των αντικειμένων.
1. Όσο απομακρύνονται τα αντικείμενα από εμάς, μικραίνουν.
2. Όσο απομακρύνεται ένα αντικείμενο, οι λεπτομέρειες κι οι αντιθέσεις του είναι λιγότερες και πιο αχνές.
3. Όσες γραμμές είναι παράλληλες με το βλέμμα μας, παραμένουν παράλληλες σε όποιο σημείο του οπτικού μας πεδίου κι αν βρίσκονται.
4. Όσες γραμμές είναι κάθετες στο έδαφος, παραμένουν κάθετες, όπου κι αν βρίσκονται. Στις παραπάνω γραμμές (παράλληλες και κάθετες) δεν αλλοιώνεται η κατεύθυνσή τους αλλά το μέγεθός τους, δηλαδή όταν απομακρύνονται από εμάς, απλώς μικραίνουν.
5. Οι υπόλοιπες γραμμές έχουν την τάση, όταν απομακρύνονται από εμάς, κι εφόσον είναι παράλληλες μεταξύ τους, να συγκλίνουν κάπου. Αυτό το κάπου το λέμε σημείο φυγής. Αυτόν τον κανόνα στο ελεύθερο σχέδιο τον χρησιμοποιούμε εμπειρικά. Εφόσον έχουμε δηλαδή δυο ευθείες που στην πραγματικότητα είναι παράλληλες, τότε οι κλίσεις τους θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να μας δείχνουν ότι ενώνονται σε κάποιο σημείο.
6. Ορίζοντας. Ίσως είναι το πιο δύσκολο να κατανοηθεί. Ο ορίζοντας είναι το επίπεδο που περνάει από το ύψος των ματιών μας. Γι’ αυτό το λόγο κι είναι υποκειμενικός κι αλλάζει ανάλογα με τη θέση των ματιών μας σε σχέση με το αντικείμενο. Άλλο ορίζοντα (δηλαδή αλλιώς βλέπουμε τα αντικείμενα) έχουμε όταν καθόμαστε κι άλλο ορίζοντα έχουμε όταν σηκωθούμε. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, όταν βλέποντας το ίδιο αντικείμενο αλλάζουμε ύψος θέασης. Θα παρατηρήσουμε τότε ότι τα σχήματα των αντικειμένων αλλάζουν συνεχώς. Σε γενικές γραμμές, όλα τα σχήματα και όλες οι γραμμές που είναι παράλληλα με το έδαφος, όταν βρεθούν στο ύψος των ματιών μας γίνονται όλα οριζόντια. Οι κλίσεις και το σχήμα των γραμμών, αλλάζουν αμέσως μόλις βρεθούν πάνω ή κάτω από τα μάτια μας.
Μια καλή άσκηση για την κατανόηση της προοπτικής και της τρισδιάστατης απόδοσης των αντικειμένων είναι να προσπαθούμε με απλά και γρήγορα σκίτσα να αποδώσουμε απλά γεωμετρικά στερεά (κύβους, κώνους, κυλίνδρους) από διάφορες πλευρές.
Φως και σκιά
Απαραίτητη προϋπόθεση για να δούμε τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, είναι η ύπαρξη του φωτός. Η οποιαδήποτε φωτεινή πηγή στέλνει μια ποσότητα από φως στα αντικείμενα που μας περιβάλλουν κι εκείνα με τη σειρά τους απορροφούν ένα μέρος από το φως και στέλνουν στα μάτια μας το υπόλοιπο. Ανάλογα με το πόσο φως απορροφούν τα αντικείμενα εμφανίζονται με το δικό τους χρώμα και το δικό τους τόνο. Ένα λευκό, για παράδειγμα, αντικείμενο ανακλά σχεδόν όλο το φως που πέφτει πάνω του. Ενώ ένα σκούρο αντικείμενο ανακλά ένα μικρό μέρος από το φως που πέφτει πάνω του γι’ αυτό και χάνει τη φωτεινότητά του. Τέλος, ένα αντικείμενο στο οποίο πέφτει μικρή ποσότητα φωτός, δηλαδή είναι κρυμμένο ή υπό τη σκιά ενός άλλου αντικειμένου, τότε αυτό μας στέλνει λιγότερο φως. Ο τόνος ή το χρώμα που βλέπουμε στα αντικείμενα εξαρτάται τόσο από τη φύση του υλικού τους, αν απορροφούν δηλαδή ή όχι μεγάλη ποσότητα από φως όσο κι από τη θέση τους απέναντι στη φωτεινή πηγή. Αν οι ακτίνες από τη φωτεινή πηγή πέφτουν κάθετα πάνω σ’ ένα αντικείμενο, τότε η ανάκλαση είναι μεγαλύτερη άρα και το αντικείμενο φωτεινότερο, με αποτέλεσμα ένα ανοιχτόχρωμο αντικείμενο στο οποίο οι ακτίνες δεν πέφτουν άμεσα μπορεί να φαίνεται πιο σκούρο απ’ ότι ένα σκουρόχρωμο αντικείμενο στο οποίο οι ακτίνες του φωτός πέφτουν κάθετα.
Ως σκιά μπορούμε να ορίσουμε το μέρος του χώρου που έχει το λιγότερο φως, δηλαδή στην ουσία οι σκιές είναι τα αδύνατα φώτα και μ’ αυτή την έννοια τις σκιές τις αντιμετωπίζουμε με την ίδια βαρύτητα που έχουν κι οι φωτεινές περιοχές. Σχεδόν ποτέ οι σκιές δεν έχουν το απόλυτο μαύρο διότι ανακλούν έστω και αμυδρά κάποια μικρή ποσότητα φωτός που πέφτει πάνω τους. Στην πραγματικότητα, στο ελεύθερο σχέδιο, αποδίδουμε τις ανακλάσεις του φωτός.
Για να αποδώσουμε μια σύνθεση αντικειμένων στο ελεύθερο σχέδιο χρησιμοποιούμε τη διαβάθμιση των τόνων, δηλαδή την τονική κλίμακα, από τον πιο ανοιχτό τόνο στον πιο σκούρο. Στην πραγματικότητα, η τονική διαβάθμιση μπορεί να είναι άπειρη. Όμως στην πράξη, χρησιμοποιούμε πέντε ή εφτά τόνους, ξεκινώντας από το πιο σκούρο και καταλήγοντας στο πιο ανοιχτό τμήμα του σχεδίου. Είναι πολύ σημαντικό να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε τις τονικές διαφορές και να χωρίσουμε τη σύνθεση που σχεδιάζουμε σε τονικές αξίες. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε εύκολα αν κοιτάξουμε τη σύνθεση που θέλουμε να σχεδιάσουμε με μισόκλειστα μάτια. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εξαφανίζονται οι μικρές διαφορές των τόνων και μπορούμε να δούμε με ευκολία τις μεγάλες και ξεκάθαρες τονικές αντιθέσεις. Αν, για παράδειγμα, δυο επιφάνειες έχουν μικρή διαφορά τόνων, τότε εφόσον μισοκλείσουμε τα μάτια, αυτές οι δύο επιφάνειες θα φαίνονται σαν μία. Αν όμως η τονική τους διαφορά είναι μεγάλη, τότε εφόσον μισοκλείσουμε τα μάτια, θα συνεχίσουμε να τις βλέπουμε σαν δύο ξεχωριστές επιφάνειες.
Όπως ένα πράγμα δε μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε μόνο του και ξεκομμένο από το περιβάλλον στο οποίο ανήκει, έτσι και στην περίπτωση των τόνων δε μπορούμε να πούμε ότι ένας τόνος από μόνος του είναι σκούρος ή φωτεινός χωρίς να τον συσχετίσουμε με το περιβάλλον του. Δε μπορούμε να πούμε αν ένα αντικείμενο είναι μικρό ή μεγάλο αν δίπλα του δε βάλουμε ένα άλλο αντικείμενο ως μέτρο σύγκρισης. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τόνους. Για παράδειγμα, ένα κίτρινο αντικείμενο δίπλα σ’ ένα μαύρο μπορεί να φαίνεται φωτεινό αλλά δίπλα σ’ ένα λευκό φαίνεται σκούρο. Δεν αλλάζει ο τόνος του κίτρινου, αλλάζει ο τόνος με το οποίο το συγκρίνουμε. Με άλλα λόγια, αυτό που βλέπουμε κι αυτό που προσπαθούμε να αποδώσουμε έχει μεγάλη δόση από ψευδαίσθηση διότι ενώ το αντικείμενο παραμένει το ίδιο, αν του αλλάξουμε περιβάλλον, μας δίνει άλλη εντύπωση. Γι’ αυτό το λόγο, όταν σχεδιάζουμε, δε φτιάχνουμε το αντικείμενο μόνο του, αλλά το αντικείμενο σε σχέση με το περιβάλλον του.
Πρακτικά, όταν προσπαθούμε να αποδώσουμε τονικά μια σύνθεση αντικειμένων, ξεκινάμε πάντα από τις σκουρότερες επιφάνειες και σταδιακά τις «βαραίνουμε» σε σχέση με τον τόνο που δίνουμε στα φωτεινότερα αντικείμενα. Το χαρτί μας είναι λευκό και μέσα σ’ αυτό θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε όλα τα αντικείμενα του κόσμου. Ας φανταστούμε ότι το χαρτί μας είναι ένα δωμάτιο γεμάτο με χιλιάδες φωτεινούς προβολείς. Επειδή το φως απ’ αυτούς τους προβολείς είναι υπερβολικό, γι’ αυτό το λόγο όλα τα αντικείμενα θα φαίνονται λευκά, διότι θα πέφτει πάνω τους πολύ περισσότερο φως από αυτό που μπορούν να απορροφήσουν. Αν τώρα σταδιακά, αρχίσουμε να κλείνουμε έναν-έναν τους προβολείς, τα πρώτα αντικείμενα που θα αρχίσουν να φαίνονται αχνά, θα είναι τα πιο σκούρα. Όσο πιο πολλούς προβολείς κλείνουμε, τόσο περισσότερα αντικείμενα θ’ αρχίσουμε να βλέπουμε. Όταν θ’ αρχίσουμε να βλέπουμε και τα πιο φωτεινά αντικείμενα, τότε τα σκούρα δε θα έχουν παραμείνει στον αρχικό τους τόνο αλλά κι αυτά με τη σειρά τους θα έχουν σκουρύνει περισσότερο. Με την ίδια λογική, δουλεύουμε και τους τόνους στο ελεύθερο σχέδιο. Ξεκινάμε πάντα από τους σκούρους τόνους κι όσο προχωράμε στους πιο ανοιχτούς, ταυτόχρονα επιστρέφουμε στους πιο σκούρους για να τους κάνουμε πιο έντονους.
Ας πούμε κι ορισμένες παραξενιές ή ιδιοτροπίες του φωτός, των τόνων και του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τα αντικείμενα. Αν βάλουμε δύο ανθρώπους ίδιου ύψους τον ένα δίπλα στον άλλο δε θα καταλάβουμε αν αυτοί οι άνθρωποι είναι ψηλοί ή κοντοί. Αν όμως δίπλα στον ένα άνθρωπο βάλουμε έναν πολύ ψηλότερό του, αυτή η διαφορά θα γίνει εντονότερη. Το ίδιο συμβαίνει και στους τόνους. Στο σημείο όπου ενώνονται ένας φωτεινός τόνος με έναν σκούρο, εκεί ακριβώς, ο σκούρος φαίνεται σκουρότερος και ο φωτεινός φωτεινότερος. Αυτό στην πραγματικότητα δεν ισχύει, όμως είναι μία ψευδαίσθηση την οποία αν τη χρησιμοποιήσουμε στο σχέδιό μας, αυτό θα αποκτήσει αληθοφάνεια και ζωηράδα. Όπου συναντιούνται δηλαδή δυο τόνοι με μεγάλη διαφορά, προσπαθούμε να κάνουμε το σκούρο λίγο πιο έντονο και το φωτεινό λίγο πιο αχνό.
Πηγή: ARTIO – Εργαστήρι Εικαστικών Τεχνών
http://www.artiosxima.com