Παιδί και παιχνίδι: Παιδιά που δε μπορούν να παίξουν

Κάθε παιδί που δεν αντιμετωπίζει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα μπορεί και επιθυμεί να παίζει. Είναι το καλύτερό του. Αν και το παιχνίδι των παιδιών θεωρείται ως κάτι το αυτονόητο και φυσικό, παρόλα αυτά, προϋποθέτει μεγάλη επάρκεια από την πλευρά του παιδιού, όπως την ύπαρξη κοινωνικότητας, αυθορμητισμού, φαντασίας, δυνατότητα συναισθηματικής έκφρασης, συνθετικής ικανότητας κ.ά. Παρόλο που οι ικανότητες αυτές είναι κατά κανόνα έμφυτες χρειάζονται ενθάρρυνση και εξάσκηση για να εξελιχθούν.

Με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνουμε στα παιδιά μας να αναπτύξουν τη λεκτική τους ικανότητα, μιλώντας μαζί τους, δίνοντάς τα τη δυνατότητα να ντύνονται μόνα τους, βοηθώντας τα να συντονίσουν τις κινήσεις τους κ.τ.λ., με ανάλογο τρόπο, θα πρέπει να εξασκήσουμε και την ικανότητά τους για παιχνίδι, παίζοντας μαζί τους.

Με άλλα λόγια, η επάρκεια του παιδιού για παιχνίδι συνδέεται άμεσα με τις εμπειρίες που έχει, τη ζωή που ζει, το πολιτισμικό του περιβάλλον, καθώς και με τις απαιτήσεις και προκλήσεις που συναντά.

Μόνο όταν διαταραχθεί ή εμποδιστεί για κάποιο λόγο η ικανότητα του παιδιού για παιχνίδι, τότε διαπιστώνουμε το πόσο σημαντικός και καθοριστικός είναι ο ρόλος του παιχνιδιού στη ζωή και στην εξέλιξη του παιδιού. Τα όποια τυχόν σοβαρά εμπόδια στην εξέλιξη του παιδιού αντικατοπτρίζονται άμεσα στο χαρακτήρα του παιχνιδιού, επηρεάζοντάς τον καθοριστικά και, μερικές φορές, αναστέλλοντας εντελώς την ικανότητα του παιδιού για παιχνίδι, κάτι που συνήθως αποτελεί ένδειξη ύπαρξης σοβαρής ψυχοπαθολογίας ή κατάστασης κρίσης.

Στη διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα του παιδιού, επισημαίνεται πως κάθε παιδί έχει δικαίωμα στο παιχνίδι και στην ψυχαγωγία και πως κάθε κοινωνία και επίσημος φορέας οφείλει να πριμοδοτεί την κατάκτηση και εδραίωση των δικαιωμάτων αυτών. Το παιχνίδι -σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες βασικές ανάγκες, όπως η τροφή, η υγεία, η προστασία και η εκπαίδευση- αποτελεί καθοριστική προϋπόθεση για την εξέλιξη ενός ολοκληρωμένου ατόμου. Εάν στερήσουμε από τα παιδιά τη δυνατότητα για παιχνίδι, εμποδίζουμε στην ουσία την ομαλή εξέλιξή τους.

Τι είναι το παιχνίδι;

Μπορούμε σχετικά εύκολα να περιγράψουμε τι είναι παιχνίδι, δύσκολα όμως να το ορίσουμε καθώς πρόκειται για φαινόμενο που, όπως π.χ. η αγάπη ή η ζωή, συνεχώς διαφοροποιείται και εξελίσσεται. Μία άλλη παράμετρος που καθιστά πολύ δύσκολο τον ορισμό του παιχνιδιού αφορά στο τι είναι το παιχνίδι για το ίδιο το παιδί, δηλαδή η δυνατότητά μας να καταφέρουμε να το δούμε μέσα από τα μάτια του. Τέτοιου είδους ορισμοί δεν υπάρχουν ακόμα.

Τα παιδιά προσδίδουν στον όρο παιχνίδι διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογα -μεταξύ άλλων- με την ηλικία και το φύλο τους. Ο καλύτερος τρόπος κατανόησης του τι σημαίνει παιχνίδι για τα ίδια τα παιδιά είναι η συνύπαρξη και η συμμετοχή μας στο παιχνίδι τους, όταν το επιθυμούν, και η συζήτηση μαζί τους.

Απ’ ότι φαίνεται, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι η δυνατότητα που δίνει το παιχνίδι για αλληλεπίδραση και επαφή με άλλους.

Το παιχνίδι είναι μια ψυχική στάση, ένας τρόπος σχέσης με την πραγματικότητα όπου αυτό που συμβαίνει δεν είναι αυτό που φαίνεται. Θα πρέπει, όμως, να υπάρχουν μηνύματα πως πρόκειται για παιχνίδι που να είναι σαφή σε όλους τους συμμετέχοντες, διαφορετικά το πιθανότερο είναι να υπάρξουν σοβαρές παρεξηγήσεις. Εάν άπλωνα τα χέρια μου, προσποιούμενος πως κρατώ ένα αόρατο τιμόνι και έκανα πως οδηγώ ένα αυτοκίνητο, χωρίς όμως να δίνω ταυτόχρονα και κάποια μηνύματα που να υποδηλούν πως πρόκειται για παιχνίδι, το πιθανότερο θα ήταν να θεωρηθώ τρελός. Με ένα μικρό παιδί, όμως, δίπλα μου και με τα ανάλογα μηνύματα, ο καθένας θα αντιλαμβάνονταν πως πρόκειται για παιχνίδι και θα αντιδρούσε ανάλογα.

Οι προϋποθέσεις του παιχνιδιού

Για να μπορέσει να υπάρξει παιχνίδι απαιτούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Όλα τα παιδιά, που δεν έχουν κάποιες ιδιοσυστασιακές δυσκολίες, διαθέτουν μια έμφυτη ικανότητα να μπορούν να παίζουν. Αναφέραμε, όμως, πως η ικανότητα αυτή, όπως και κάθε άλλη, χρειάζεται ερεθίσματα και εξάσκηση.

Ο γονιός ή ο πρόθυμος για παιχνίδι ενήλικας είναι ο καλύτερος και πρωταρχικός σύντροφος παιχνιδιού του μικρού παιδιού αλλά αργότερα και του παιδιού που έχει δυσκολίες να παίξει, βοηθώντας το στην κατανόηση των μηνυμάτων και των κοινωνικών κανόνων του παιχνιδιού που αποτελούν προϋπόθεση της ικανότητας για παιχνίδι. Στην αρχή της ζωής, τα ερεθίσματα αυτά είναι τα συγκεκριμένα αγγίγματα του σώματος του βρέφους από τη μητέρα του, ο τόνος και το χρώμα της φωνής της, η γλώσσα του σώματός της, οι εκφράσεις του προσώπου της και διάφορα άλλα ανάλογα ερεθίσματα-μηνύματα που προκύπτουν αυθόρμητα στην καλοδιάθετη αλληλεπίδρασή τους.

Το παιχνίδι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως ξεκινά για πρώτη φορά πάνω στην αλλαξιέρα του βρέφους και μέσα από όλα όσα αυθόρμητα διαμείβονται ανάμεσα σε μητέρα και παιδί όταν και οι δύο νιώθουν χαλαρά και άνετα μεταξύ τους. Όταν και στο βαθμό που υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ξυπνά και διευρύνεται ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον του παιδιού για τον περίγυρό του, όπως και η διάθεσή του να θέλει να τον ανακαλύψει.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως όλες αυτές οι πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες αποκτώνται και διευρύνονται μέσα από ένα διάλογο του παιδιού με τους άλλους γύρω του και κυρίως μέσα από μια θετική και «παιχνιδιάρικη» πρώιμη αλληλεπίδραση με αυτόν/αυτούς που το φροντίζουν, ιδιαίτερα στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής.

Όταν συμβαίνει αυτό, δημιουργείται στο παιδί μια αίσθηση ασφάλειας που αποτελεί άλλη μια βασική προϋπόθεση για να μπορεί να υπάρξει παιχνίδι. Παιδιά φορτισμένα συναισθηματικά και που δεν νιώθουν ασφαλή απέναντι στους άλλους δεν μπορούν να αφεθούν στη μαγεία του παιχνιδιού, να αξιοποιήσουν τη φαντασία τους και να απωλέσουν ευκαιριακά την επαφή τους με την πραγματικότητα, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε ευχάριστο παιχνίδι. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με έναν γεμάτο από άγχος και ένταση ενήλικα που καλείται να συμμετάσχει σε ένα ερωτικό κάλεσμα-παιχνίδι. Είτε θα αρνηθεί να συμμετάσχει είτε δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί είτε, αν το κάνει, θα αποσκοπεί απλά και μόνο στην εκφόρτιση της έντασης και του άγχους του παρά σε μια αμοιβαία και «παιχνιδιάρικη» συνύπαρξη και ευχαρίστηση με τη/το σύντροφο.

Τα παιδιά που παίζουν κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ασφάλειας και ευχάριστης συνύπαρξης χάνονται κυριολεκτικά στον κόσμο του παιχνιδιού και η πραγματικότητα παύει να υφίσταται. Αυτός είναι ο λόγος που τα περισσότερα παιδιά ξεχνούν να επιστρέψουν σπίτι τους τη συμφωνημένη ώρα και όχι επειδή το κάνουν επίτηδες.

Άλλες απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορεί να υπάρξει παιχνίδι είναι να διαθέτει το παιδί την ικανότητα να περιμένει τη σειρά του, να δείχνει κατανόηση και να μοιράζεται με τους άλλους παιγνίδια, υπευθυνότητες, να συναποφασίζει με τους άλλους για το είδος του παιχνιδιού που θα παιχθεί, τον τρόπο που αυτό θα εξελιχθεί κ.τ.λ.

Τέλος, απαιτείται αμοιβαιότητα και ισοτιμία, ασχέτως ηλικίας, ωριμότητας ή άλλων ανάλογων χαρακτηριστικών. Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές, διασφαλίζεται το ασφαλές περιβάλλον που απαιτείται για την ύπαρξη παιχνιδιού και ευχαρίστησης για όλους τους συμμετέχοντες σε αυτό.

Όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, και κυρίως αυτές της αμοιβαιότητας, της κατανόησης και αποδοχής των αναγκών των άλλων, του μοιράσματος και της αναμονής της σειράς, σχετίζονται άμεσα με, και στο βαθμό που υπάρχουν, αντικατοπτρίζουν την ικανότητα συναισθαντικότητας κάποιου και τα ανάλογα βιώματα που είχε. Για παράδειγμα, δεν αρκεί μια μητέρα να είναι καλοδιάθετη και να έχει διάθεση για παιχνίδι με το βρέφος ή το μικρό παιδί της. Όταν π.χ. αυτό αρχίσει να στρέφει το κεφαλάκι του αλλού, να μη χαμογελά πια, να μην ανταποκρίνεται όπως μέχρι και πριν από λίγο ή αρχίσει να γκρινιάζει, τότε η μητέρα ή ο όποιος ενήλικας θα πρέπει να το σεβαστεί και να σταματήσει. Το παιδί έδειξε με τους τρόπους που μέχρι τη στιγμή εκείνη διαθέτει πως κατακλύστηκε από τα έντονα ερεθίσματα και τη ευφορία του παιχνιδιού και πως δεν αντέχει περισσότερο. Ο ευαίσθητος ενήλικας οφείλει να το σεβαστεί για να καλλιεργήσει με τον τρόπο αυτόν και την ευαισθησία του παιδιού για τις ανάγκες των άλλων.

Παιδιά που δεν παίζουν

Όταν ένα παιδί δεν παίζει -όχι ευκαιριακά αλλά συστηματικά- ενώ του δίνονται οι ευκαιρίες και υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη ύπαρξης κάποιου προβλήματος, συνήθως σοβαρού. Μια ανάλογη περίπτωση θα ήταν αυτή ενός ενήλικα που, ενώ καθημερινά βρίσκεται μαζί με άλλους που γελούν, συζητούν και κάνουν διάφορα ευχάριστα από κοινού, αρνείται να συμμετάσχει σε οτιδήποτε από αυτά, ίσως θέλει να συμμετάσχει αλλά δεν ξέρει με ποιον τρόπο να το κάνει ή αρχίζει να λειτουργεί με τρόπο που να παρεμποδίζει καθοριστικά τους άλλους να κάνουν αυτό που επιθυμούν.

Πίσω από την αδυναμία των παιδιών που δεν μπορούν να παίξουν, και εφόσον δεν υφίστανται κάποιοι αναπτυξιακοί παράγοντες, βρίσκεται σχεδόν πάντα μια διαταραγμένη σχέση με το άμεσό τους περιβάλλον, κυρίως κατά τη διάρκεια της πρώιμης περιόδου της ζωής τους. Στην περίπτωση αυτή, το παιδί δεν έχει κάποιο άτομο που να το νιώθει κοντά του, που να μπορεί να το εμπιστευθεί και να νιώσει την ασφάλεια εκείνη που θα το επιτρέψει να εγκαταλείψει την πραγματικότητα και να αφεθεί στο μαγικό κόσμο του παιχνιδιού. Κάθε παιδί χρειάζεται από την αρχή της ζωής του ένα άτομο που να του μάθει τους κανόνες και τους κώδικες του παιχνιδιού ώστε να μπορεί να μεταβαίνει από έναν συγκεκριμένο σε έναν αφηρημένο τρόπο σκέψης και σχέσης και να μπορεί, τελικά, να διαχωρίζει τη φαντασία από την πραγματικότητα.

Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε παιδιά που χάνονται στις φαντασιώσεις τους, χάνοντας ταυτόχρονα και την επαφή τους με την πραγματικότητα. Μπορεί, όμως, να ισχύει και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να μη μπορεί ένα παιδί να φαντασιώνει. Στην περίπτωση αυτή, τα πάντα έχουν μόνο μια συγκεκριμένη διάσταση, κανένας συμβολισμός δεν είναι εφικτός, πράγμα απαραίτητο για να μπορέσει το παιδί να παίξει και να κατανοήσει αυτό που βρίσκεται πίσω από το προφανές. Ένα τέτοιο παιδί (ή και ενήλικας) δεν έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το χιούμορ, τις αλληγορίες και την παιχνιδιάρικη διάθεση των άλλων και για το λόγο αυτό εύκολα μπορεί να παρεξηγεί τις προθέσεις των άλλων και να παρεξηγείται σε ανάλογες περιπτώσεις.

Υπάρχουν παιδιά φοβισμένα και συνεσταλμένα που δεν τολμούν να εγκαταλείψουν την πραγματικότητα. Δεν παίρνουν ποτέ πρωτοβουλία και παρακολουθούν παθητικά και θλιμμένα το παιχνίδι των άλλων.

Άλλα πάλι βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, τρέχουν, πηδούν και ποτέ δεν ολοκληρώνουν αυτό που αρχίζουν. Παιδιά με υπερκινητικότητα ή/και διάσπαση προσοχής δεν έχουν συνήθως την ηρεμία και την ικανότητα σχεδιασμού που απαιτεί το παιχνίδι.

Υπάρχουν παιδιά που θέλουν συνεχώς να επιβάλλουν στους άλλους τη θέληση και τις επιθυμίες τους, δεν διαθέτουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τις ανάγκες των άλλων ή να περιμένουν τη σειρά τους. Η παραμικρή ματαίωση μπορεί να τα αποδιοργανώσει.

Συμβαίνει, όμως, και το αντίθετο. Υπάρχουν και παιδιά που ποτέ δεν επιδιώκουν να καθορίσουν το παραμικρό, και γίνονται, με τον τρόπο αυτόν, έρμαια των διαθέσεων των άλλων. Έτσι, λοιπόν, τους δίνονται πάντα δευτερεύοντες και ανούσιοι ρόλοι με αποτέλεσμα να μη βιώνουν το παιχνίδι ως μια ευχάριστη ενασχόληση και συνύπαρξη, χάνοντας στο τέλος κάθε ενδιαφέρον για αυτό.

Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν σοβαρές ενδείξεις πως τα παιδιά με αυτού του είδους τις δυσκολίες δεν αισθάνονται καλά και πως πιθανόν, πίσω από την αδυναμία τους να παίξουν, να υποκρύπτεται κάποιου είδους σοβαρή ψυχοπαθολογία. Στην περίπτωση αυτή, η παραπομπή σε κάποιον ειδικό κρίνεται ως άκρως απαραίτητη. Η ικανότητα για παιχνίδι θεωρείται τόσο θεμελιακή και σημαντική ώστε μερικές φορές ο στόχος μιας ψυχοθεραπείας να είναι αποκλειστικά η αποκατάσταση της αδυναμίας του παιδιού να παίζει.

Τα παιδιά παίζουν ολοένα και λιγότερο, ολοένα και πιο μοναχικά. Οι αλάνες μετατράπηκαν σε παιδικές χαρές και πολλές παιδικές χαρές σε εγκαταλελειμμένους χώρους όπου οι μόνοι τους επισκέπτες είναι τα αδέσποτα, οι άστεγοι ή οι χρήστες ναρκωτικών. Ολοένα και περισσότερο οι παιδικές χαρές και οι όποιοι χώροι συνάντησης παιδιών αντικαθιστώνται από μοναχικά παιδικά δωμάτια με μόνους «φίλους» ένα κινητό τρίτης ή δεν ξέρω κι εγώ ποιας γενεάς και έναν υπολογιστή που με ένα κλικ δίνει την ψευδαίσθηση ύπαρξης χιλιάδων άγνωστων μεν, «φίλων» δε…

Τις συνέπειες τέτοιου είδους αλλαγών στη ζωή των παιδιών μας έχουμε ήδη αρχίσει να τις εισπράττουμε με διάφορους τρόπους. Παιχνίδι σημαίνει -μεταξύ πολλών άλλων- δημιουργία κυρίως διαμέσου της συνύπαρξης. Όταν η συνύπαρξη αυτή περιορίζεται, ευνουχίζεται ή παύει να υφίσταται, τότε το πιθανότερο είναι να ατονήσουν σταδιακά και οι προϋποθέσεις μιας αυθεντικής συνύπαρξης ατόμων που να διέπεται από αμοιβαιότητα και έγνοια για τον Άλλον. Με τον τρόπο αυτόν, κινδυνεύουμε να μετατραπούμε σταδιακά σε κοινωνίες κοπαδιών, κοινωνίες μεμονωμένων και μόνων στην ουσία ατόμων που υπάρχουν το ένα «δίπλα» στο άλλο, χωρίς όμως να ΣΥΝ-υπάρχουν, και αυτό το «ΣΥΝ» είναι που κάνει τη διαφορά…

i-psyxologos.gr